ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΒΙΑ

Η ενδοοικογενειακή βία, ειναι ένα φαινόμενο που δεν πρέπει να περνάει απαρατήρητο, αν και παραμένει ακόμη και στις μέρες μας taboo. Είναι απο εκείνα τα γεγονότα που όλοι γνωρίζουν πως συμβαίνουν αλλά σπάνια κάποιος μιλάει για αυτά. Όλοι γνωρίζουμε γυναίκες που κακοποιούνται απο τους συντρόφους τους, είτε λεκτικά, είτε συναισθηματικά, είτε σωματικά, απλώς συνήθως δε γνωρίζουμε ποιές ειναι αυτές.


Όπως οι περισσότερες μορφές βίας, είναι πολλοί οι παράγοντες που συντελούν στη διαιώνιση της. Οι σχέσεις των ανθρώπων, ειναι αμφίδρομες και ουσιαστικά το κάθε μέλος καλύπτει κάποιες ανάγκες του άλλου, με αυτό τον τρόπο αλληλοσυμπληρώνονται. Όταν όμως δυο άνθρωποι συνδέονται, η σχέση που δημιουργείται δεν αποτελείται μόνο απο τους δύο αυτούς ανθρώπους στο παρόν τους, αλλά συμπεριλαμβάνει και όλα τα προηγούμενα βιώματα τους. Έτσι μια γυναίκα κάνει σχέση με έναν άντρα, μέσα στον οποίο ζουν οι γονείς του,

οι προηγούμενες σχέσεις του, οι φίλοι του, οι σημαντικοί άλλοι της ζωής του, με τη μορφή βιωμάτων και παρελθοντικών εμπειριών που τον καθόρισαν κι έχτισαν το Εγώ του. Το αντίστοιχο συμβαίνει και σε έναν άντρα που σχετίζεται με μια γυναίκα και όλο τον δικό της πρότερο βίο. Γι αυτό οι σχέσεις ειναι τόσο πολύπλοκες και πολλές φορές δυσνόητες. Αυτά έχουν ως αποτέλεσμα η επικοινωνία μεταξύ των δύο, να διεξάγεται πολύ περισσότερο σε υποσυνείδητο, απο ότι σε συνειδητό επίπεδο.


Όταν κάποιοι βλέπουν σχέσεις που εμπεριέχουν βία, συχνά αναρωτιούνται για τους λόγους που μένουν οι άνθρωποι στις σχέσεις αυτές. Αναρωτιούνται όμως όσοι δεν κατανοούν πως για να παραμένουν δύο άνθρωποι μαζί, με κάποιο τρόπο οι ρόλοι που μπορεί να πάρει ο ένας, “κουμπώνουν” με τους ρόλους που μπορεί να πάρει ο άλλος. Επι παραδείγματι, αν μια γυναίκα έμπαινε στην παιδική της ηλικία στο ρόλο του θύματος απο τους γονείς της, εχει συνηθίσει τα χαρακτηριστικά και τις συμπεριφορές αυτού και της ειναι εύκολο να τον αναπαράγει και σε επόμενες σχέσεις της. Έχοντας σχηματίσει απο παιδί μια εικόνα για τον εαυτό της ως ανίκανη, ανάξια, κατώτερη, δεν αισθάνεται πως της αξίζει κάτι καλύτερο απο αυτό που βιώνει. Κι έτσι ανέχεται την οποία μειωτική συμπεριφορά. Πολλές φορές, για τους ίδιους λόγους, ακούμε τις κακοποιημένες γυναίκες να κατηγορούν τον εαυτό τους πως οι ίδιες ευθύνονται για τη βία. Υποστηρίζουν πως ο σύντροφος τους δεν είχε τέτοια συμπεριφορά όταν τον γνώρισαν και το γεγονός πως εκείνες έχουν το πρόβλημα, τους ωθεί στο να αντιδρούν βίαια. Τα κατηγορώ αυτά, εννοείται πως συντηρούνται απο τους θύτες, αλλά και το περιβάλλον του θύματος. Κουβέντες όπως “Μήπως κι εσύ είσαι πολύ απότομη;”, “Μήπως κι εσύ τον εκνευρίζεις;”, “Μήπως κι εσύ θα έπρεπε να κανείς λίγο πίσω;” επιβεβαιώνουν στο θύμα την αίσθηση ευθύνης για τις συμπεριφορές του συντρόφου. Ειναι άλλωστε τις περισσότερες φορές η φωνή των γονιών της που επαναλαμβάνεται, όταν μικρή την κατηγορούσαν πως ήταν κακό παιδί, δεν τους άκουγε και γι αυτό δικαίως την τιμωρούσαν.


Ο θύτης συνήθως εξασκεί μεγάλο έλεγχο στο θύμα, όχι μόνο συναισθηματικά, πείθοντας την πως δεν θα τα καταφέρει χωρίς εκείνον (κάτι που ούτως ή άλλως εκείνη πιστεύει), αλλά και σε επίπεδο οικονομικό, εργασιακό και κοινωνικό. Είναι πολλές οι φορές που δεν της επιτρέπει να εργάζεται, ή που την υποχρεώνει να του δίνει τα χρήματα της. Επίσης την αποκόπτει σταδιακά απο το οποίο υποστηρικτικό περιβάλλον μπορεί να έχει. Με αυτούς τους τρόπους την καθιστά ακόμη περισσότερο ανήμπορη κι εξαρτημένη.


Ένα άλλο μέσο ακινητοποίησης της, είναι η εμπλοκή των παιδιών στην κατάσταση. Εκβιασμοί πως θα πάρει εκείνος την επιμέλεια τους, πως δεν θα τα ξαναδεί κλπ, ειναι συνηθισμένες πρακτικές. Κάτι τέτοιο φυσικά, είναι εξαιρετικά δύσκολο να πραγματοποιηθεί, αλλά ένας άνθρωπος που ζει σε κατάσταση μόνιμου στρες, δεν έχει συνήθως τη διαύγεια να δει τα γεγονότα στην πραγματική τους βάση. Άλλωστε για τα παιδιά, είναι μαρτυρικό να ζουν σε ένα τέτοιο δυσλειτουργικό κι επικίνδυνο περιβάλλον. Ως ενήλικες, τείνουν να κατηγορούν τη μητέρα που έμεινε σε μια τέτοια σχέση. Η μητέρα πρέπει επίσης να αναρωτηθεί τι πρότυπο δίνει στα παιδιά της, υπομενοντας τέτοιες συμπεριφορές. Τους μαθαίνει ουσιαστικά πως έτσι είναι οι σχέσεις, πως η βία είναι επιτρεπτή. Πως η κόρη της όταν μεγαλώσει πρέπει να δέχεται να την κακοποιούν και ο γιος της μπορεί να το κάνει στις συντρόφους του.


Για να σταματήσει η γυναίκα μια τέτοια νοσηρή σχέση, πρέπει αρχικά να καταλάβει πως δεν ευθύνεται η ίδια για ότι της συμβαίνει. Όπως ένα παιδί, δεν ευθύνεται ΠΟΤΕ αν οι γονείς του το κακοποιούν, έτσι και μια γυναίκα δεν ευθύνεται ΠΟΤΕ όταν την κακοποιούν. Ακόμη κι αν εκείνη δεν εχει την συμπεριφορά που ο σύντροφος της θέλει, η βία δεν ειναι ΠΟΤΕ η λύση. Αν κάποιος δεν εγκρίνει τη συμπεριφορά της, ας απομακρυνθεί απο αυτήν. Σε καμία περίπτωση δε μπορεί η βία να ειναι η απάντηση!


Το να αλλάξει όμως ένας άνθρωπος τα όσα πιστεύει για τον εαυτό του, είναι μια διαδικασία δύσκολη, επώδυνη και χρειάζεται χρόνο. Συνταξιδιώτης μπορεί να είναι κάποιος ψυχοθεραπευτής που θα την βοηθήσει να ξαναχτίσει το Εγώ της σε πιο υγιείς και ρεαλιστικές βάσεις, διαγράφοντας ότι την έκαναν να πιστέψει για τον εαυτό της, για την αξία της, για την εικόνα της.

Facebook
Twitter
LinkedIn

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ