ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ: ΑΤΟΜΙΚΗ Ή ΟΜΑΔΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ;

Ένα από τα κυρίαρχα θέματα των ημερών είναι αναμφισβήτητα η αύξηση των κρουσμάτων περιθωριοποίησης, αποκλεισμού και διάκρισης εναντίον ανθρώπων που ορίζονται ως διαφορετικοί, με βάση την εθνική τους ταυτότητα ή το χρώμα του δέρματος τους. Ένα από τα κυρίαρχα θέματα των ημερών είναι αναμφισβήτητα η αύξηση των κρουσμάτων ρατσισμού.

Όταν σε μια κοινωνία παρατηρείται η εμφάνιση κάποιου φαινόμενου σε αισθητά μεγαλύτερο αριθμό ατόμων συγκριτικά με άλλες εποχές, τότε είναι ενδιαφέρον να εξεταστεί κάτω από ένα πρίσμα κοινωνικής ψυχολογίας. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες που επιχειρούν να εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους ορισμένοι άνθρωποι, έχουν την τάση να αντιμετωπίζουν με προκατάληψη κάποιους από τους συνανθρώπους τους. Κατά βάση, κάποιες από τις προσεγγίσεις αυτές εστιάζουν στο άτομο και την προσωπικότητά του και κάποιες άλλες στη δυναμική της ομάδας.

Στην πρώτη κατηγορία κυριαρχεί η ψυχοδυναμική θεωρία και η έρευνα των Adorno, T.W., Frenkel-Brunswik, Levinson και Sanford που δημοσιεύτηκε το 1950. Η έρευνά τους διενεργήθηκε στην Καλιφόρνια και οι ερευνητές ήταν είτε πρόσφυγες από τη Ναζιστική Γερμανία είτε πρώην μέλη της Σχολής Κοινωνικής Έρευνας της Φρανκφούρτης. Το βασικό ερώτημα τους ήταν ‘Γιατί οι πολιτικές ιδεολογίες έχουν τόσο διαφορετικό βαθμό αποδοχής από άτομο σε άτομο;’ Σύμφωνα λοιπόν με τα ευρήματα τους, υπάρχει ένας συγκεκριμένος τύπος προσωπικότητας που έχει ροπή προς τον ρατσισμό, και οι ρίζες του βρίσκονται στην παιδική ηλικία του ατόμου. Αυτός ο απολυταρχικός τύπος προσωπικότητας ήταν συμβατικός, άκαμπτος και συμμορφωνόταν με τα καθεστώτα. Σεβόταν τη δύναμη, την οργάνωση και την υπακοή. Ως μεθόδους εκπαίδευσης αναγνώριζε την τιμωρία και την πειθαρχεία, ενώ δεν δεχόταν τις ασάφειες. Ο τρόπος σκέψης του ήταν στερεοτυπικός. Οι γονικές φιγούρες της προσωπικότητας αυτής ήταν δυνατές και απόλυτες, αλλά ο τρόπος που εφάρμοζαν τις αυστηρές μεθόδους πειθαρχίας ήταν συχνά ασυνεπής. Τα παιδιά λοιπόν μάθαιναν να υποτάσσονται στην εξουσία και να φοβούνται να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Τα υπερεγώ που ανέπτυσσαν ενσωμάτωναν απόλυτα τα γονικά αυτά πρότυπα με αποτέλεσμα να δίνεται η μέγιστη σημασία στην τυφλή υπακοή στους κοινωνικούς κανόνες. Έτσι καταπιεσμένα συναισθήματα, όπως οργή και επιθετικότητα δε μπορούσαν με κανένα τρόπο να στραφούν προς τις φιγούρες εξουσίας, με αποτέλεσμα να προβάλλονται σε άλλες πιο αδύναμες. Ομάδες εθνικών ή άλλων μειονοτήτων που φαινόντουσαν πιο αδύναμοι, ήταν οι εύκολοι στόχοι των σαδιστικών και βίαιων συμπεριφορών τους. Με τα εμπειρικά αυτά ευρήματα οι ερευνητές δεν καταλήγουν πως η προσωπικότητα και ο τρόπος διαπαιδαγώγησης γεννούν απολυταρχικές και φασιστικές ιδεολογίες. Αντιθέτως, οι ιδεολογίες αυτές είναι πιο ελκυστικές από συγκεκριμένους τύπους ανθρώπων λόγω της προσωπικότητάς και του τρόπου που ανατράφηκαν. Το ότι φαινόμενα ρατσισμού φαίνεται να αυξάνονται σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και σε συγκεκριμένες κοινωνίες, μπορεί να εξηγηθεί από το ότι κάποιες απολυταρχικές μέθοδοι διαπαιδαγώγησης γίνονται τότε δημοφιλείς.

Σύμφωνα με τον Elliot (1992), το πάθος με το οποίο ο ρατσισμός εκφράζεται και τα πρωτόγονα ένστικτα που φαίνεται να αναδεικνύει, υποθάλπουν κάποια ‘υποσυνείδητη ευχαρίστηση’, η οποία πηγάζει από τη δυσφήμηση και τιμωρία άλλων. Θεωρητικοί όπως η Melanie Klein και άλλοι ψυχαναλυτές, πιστεύουν πως η ευχαρίστηση πηγάζει από την ταύτιση του ατόμου με της αρχικές φιγούρες εξουσίας (π.χ. γονείς) που προκάλεσαν στο ίδιο το άτομο ταπείνωση και πόνο στην παιδική του ηλικία. Το άτομο αυτό αντλεί λοιπόν ευχαρίστηση από την αντιστροφή των ρόλων θύτη/θύμα.

Ενώ οι ψυχαναλυτικές θεωρίες ίσως να μπορούν να εξηγήσουν τη συμπεριφορά κάποιων ανθρώπων, δυσκολεύονται να λογοδοτήσουν για συλλογικές κοινωνικές πράξεις. Η ρεαλιστική συγκρουσιακή θεωρία (Realistic Group Conflict theory) αντιθέτως, υιοθετεί μια περιβαλλοντολογική προσέγγιση και υποστηρίζει πως οι άμεσες κοινωνικές συνθήκες και οι αντικειμενικές σχέσεις ανάμεσα στις ομάδες ανθρώπων (ανταγωνιστική ή συνεργασίας) προκαλούν τις υποκειμενικές ψυχολογικές καταστάσεις που οδηγούν στην επιθετικότητα και τις διακρίσεις. Οι πιο γνωστοί εκπρόσωποι αυτής της θεωρίας είναι οι Sherif και Sherif (1969) και τα πειράματά τους σε παιδική καλοκαιρινή κατασκήνωση, την οποία οι ίδιοι είχαν οργανώσει. Χωρίζοντας τα παιδιά σε ομάδες και βάζοντάς τους είτε να παίξουν εναντίον η μία της άλλης, είτε εναντίων τρίτου ‘εχθρού’ κατέληξαν στο σχηματισμό τεσσάρων κοινωνικών καταστάσεων ή σταδίων, α) αυθόρμητο σχηματισμό φιλίας, β)σχηματισμός ομάδας, γ)ανταγωνισμός ανάμεσα στις ομάδες και δ)συνεργασία ανάμεσα στις ομάδες. Οι ερευνητές κατέληξαν πως για να εμφανιστεί και αναπτυχθεί εχθρότητα ανάμεσα στις ομάδες δεν χρειαζόντουσαν χαρακτήρες νευρωτικοί, ασταθείς, με δυσκολίες προσαρμογής. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να δημιουργηθεί μια αντικειμενική ή μη σχέση ανταγωνισμού και τότε εμφανίζονταν όλα τα χαρακτηριστικά της προκατάληψης (στερεότυπα, αρνητικές αντιλήψεις, επιθετικά συναισθήματα).

Στη θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας (Social Identity theory) επίσης, ο Tajfel και οι συνεργάτες του υποστήριξαν πως η συμμετοχή σε μια ομάδα, αλλάζει σημαντικά την ανθρώπινη ψυχολογία. Ο Tajfel διαχώρισε δύο είδη συμπεριφορών, τη διαπροσωπική κι εκείνη που αποκτά το άτομο ως μέλος μιας ομάδας. Στην πρώτη, ο άνθρωπος συμπεριφέρεται ως μονάδα και υπερισχύουν τα ιδιοσυγκρασιακά του χαρακτηριστικά. Όταν όμως αποτελεί μέλος μιας ομάδας, το ποιος είναι δεν έχει τόση σημασία όση η στολή που φοράει ή το χρώμα του δέρματος του. Όταν κάποιος υιοθετεί αυτή τη συμπεριφορά, τείνει να “απο-προσωποποιεί” και να κατηγοριοποιεί τον εαυτό του και τους άλλους.

Τα τρία στάδια αυτής της θεωρίας, που εξήγησαν ο Tajfel και ο Turner είναι 1. η κοινωνική κατηγοριοποίηση (δημιουργία ενός καινούργιου τρόπου με τον οποίο βλέπει τον κόσμο π.χ. η μπλε και η πράσινη ομάδα), 2. η κοινωνική ταυτοποίηση (δημιουργία κοινωνικών ταυτοτήτων ανάλογα με την ομάδα που δίνει ή όχι αξία στο άτομο) και 3. η κοινωνική σύγκριση (κάθε ομάδα προσπαθεί να εγκαθιδρύσει μια αξιολογική διαφορά ανάμεσα στην ίδια και τις άλλες ομάδες). Σύμφωνα λοιπόν με αυτή τη θεωρία, οι ομάδες θα ανταγωνιστούν ακόμη κι αν δεν υπάρχει αντικειμενικός λόγος, με σκοπό να επιτύχουν μια θετική κοινωνική ταυτότητα.

Αυτές είναι οι πιο επικρατούσες θεωρίες που επιχειρούν να εξηγήσουν το ρατσισμό, την περιθωριοποίηση και τη διάκριση ανάμεσα σε ανθρώπους που διαφέρουν σε εντόνως διαφορετικά ή ανεπαισθήτως διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η κάθε μια από αυτές τις προσεγγίσεις, και από όσες δεν έχουν αναφερθεί εδώ, μπορεί να παρουσιάσουν επιχειρήματα που να υποστηρίζουν τις απόψεις τους, είτε πρεσβεύουν πως ο ρατσισμός είναι υπόθεση ατομική είτε πιστεύουν πως τέτοιες συμπεριφορές γεννιούνται και θρέφονται από τη συμμετοχή του ανθρώπου σε κάποια ομάδα. Αυτό όμως που οφείλουμε να θυμόμαστε είναι πως, δυστυχώς ή ευτυχώς, κάθε τι ποιούμενο από άνθρωπο, όπως κι αν υποκειμενικά το κρίνει ο καθένας μας, δεν παύει να είναι πάντα … ανθρώπινο!

Adorno, T.W. Frenkel-Brunswik, E. Levinson, D.J. και Sanford, R.N. (1950) The authoritarian Personality, New York, Harper and Row.
Elliot, A. (1992) Social Theory and Psychoanalysis in Transition, Oxford, Blackwell.
Sherif, M. και Sherif, C. (1969) Social Psychology, New York, Harper and Row.
Tajfel, H. (1981) Human Groups and Social Categories, Cambridge, Cambridge University Press.
Tajfel, H. (ed.) (1982) Social Identity and Intergroup Relations, Cambridge, Cambridge University Press.
Turner, J.C. (1982) ‘Towards a cognitive re-definition of the social group’, στο Tajfel, H. (ed)

Facebook
Twitter
LinkedIn

MORE