Αν και ζούμε σε μια εποχή που οι ιδέες, τα πιστεύω, η επιστήμες, προχωρούν μπροστά κι εξελίσσονται, υπάρχουν κάποιοι τομείς στους οποίους παρατηρείται μια στασιμότητα. Ένας από αυτούς δυστυχώς φαίνεται πως είναι ορισμένες πρακτικές που χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση της παιδικής συμπεριφοράς. Το “καρεκλάκι της σκέψης” ή όπως αλλιώς θέλει να το ονομάσει κάποιος, είναι μια από αυτές.
Οι συνήθεις λόγοι που παραθέτουν όσοι χρησιμοποιούν αυτή τη μέθοδο, είναι το ότι έτσι δίνεται στο παιδί η ευκαιρία να σκεφτεί τι έκανε και/ή να ηρεμήσει. Με τις γνώσεις όμως που έχουμε όσον αναφορά την ανθρώπινη γνωσιακή ανάπτυξη, είναι τουλάχιστον περίεργο το να πιστεύει κάποιος πως ένα νήπιο έχει ικανότητα ανατροφοδότησης (feedback). Τέτοιες πολύπλοκες νοητικές διεργασίες που αποτελούν τη Θεωρία του Νου (Theory of Mind), είναι αποτέλεσμα μιας ευρύτερης γνωστικής ικανότητας του ανθρώπινου μυαλού, να καταγράφει και να αναπαριστά τον τρόπο λειτουργίας του. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος, φτάνει να μπορεί να κατανοήσει ότι οι άλλοι σκέφτονται με τρόπο διαφορετικό από τον ίδιο, έχουν διαφορετικές επιθυμίες και προθέσεις, γύρω στα τέσσερα έτη. Παράλληλα αναπτύσσεται και η ενσυναίσθηση (empathy), γιατί και σε αυτή τη λειτουργία, ο άνθρωπος πρέπει να κατανοήσει τα συναισθήματα κάποιου άλλου. Είναι λοιπόν τουλάχιστον παράλογο να περιμένουμε από ένα μικρότερο παιδί να πραγματοποιήσει κάποια εγκεφαλική λειτουργία, την οποία δεν έχει ακόμη οργανικά κατακτήσει.
Ας αναφερθούμε όμως και στους λόγους που δεν σχετίζονται με την ηλικία του παιδιού και καθιστούν την πρακτική αυτή αναποτελεσματική. Ο στόχος κάθε γονιού και παιδαγωγού θα πρέπει να είναι όχι μόνο να καταστείλει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά τη στιγμή που εξωτερικεύεται, αλλά και να αποφευχθεί η επανάληψή της στο μέλλον. Ο τρόπος για να γίνει αυτό, είναι το παιδί να καταλάβει τι είναι σωστό και τι όχι, να αναπτύξει δηλαδή μια εσωτερικευμένη αίσθηση ηθικής. Να πράττει το σωστό όχι από φόβο, αλλά γιατί κατανοεί πως είναι το σωστό και το επιλέγει συνειδητά. Είναι άδικο να δείχνουμε τόση έλλειψη εμπιστοσύνης στα παιδιά, ώστε να μην πιστεύουμε πως μπορούν να λειτουργούν με τέτοιο τρόπο. Άλλωστε, αν κάποιος έχει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά επειδή φοβάται την όποια τιμωρία, όταν ο τιμωρός δεν είναι παρόν, δεν θα υπάρχει τίποτε να τον σταματήσει. Αν θέλουμε το παιδί μας να υιοθετήσει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι να το συζητήσουμε μαζί του. Να του εξηγήσουμε γιατί το πιστεύουμε και να ακούσουμε τι έχει εκείνο να μας πει.
Χρησιμοποιώντας λοιπόν μια τέτοιου τύπου “καρέκλα”, εκτός από το ότι το παιδί δεν κατανοεί σε βάθος τι είναι σωστό και τι λάθος, δεν του μαθαίνουμε πως να επικοινωνεί με αποτελεσματικό τρόπο. Αντί να συζητήσουμε μαζί του όταν προκύπτει κάποιο πρόβλημα, του λέμε “πήγαινε εκεί μόνος σου να σκεφτείς τι έκανες”. Πόσο λειτουργικός μπορεί να αποβεί για το παιδί ένας τέτοιος τρόπος επικοινωνίας, τόσο στις μετέπειτα σχέσεις του, όσο και την ίδια τη σχέση του με εκείνον που τον απομονώνει; Δυστυχώς ένας γονιός δεν έχει νόημα να αρχίσει να συζητάει με το παιδί του όταν εκείνο είναι στην εφηβεία, όταν δηλαδή εκείνος θέλει να επικοινωνεί το παιδί μαζί του. Μπορεί να είναι πιο γρήγορο και για κάποιους πιο εύκολο, το να στείλεις ένα παιδί στη γωνία, από το να αφιερώσεις χρόνο και ενέργεια για να του διδάξεις κάτι. Η εποικοδομητική όμως επικοινωνία, όπως και οι ασφαλείς σχέσεις, είναι κάτι που χτίζεται μέσα στο χρόνο.
Τέλος, ο ενήλικας που επιλέγει να χρησιμοποιήσει τέτοιες μεθόδους πειθαρχίας, θα έπρεπε να αναλογιστεί το κατά πόσο ο στόχος του είναι να διδάξει κάτι στο παιδί ή απλά να επιδείξει τη δύναμη και την εξουσία που ο ίδιος έχει. Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάει πως ο σεβασμός είναι κάτι που κερδίζεται και όχι επιβάλλεται, γιατί τότε πάλι οι πράξεις του παιδιού θα εξαρτώνται από το αν εκείνος είναι μπροστά ή όχι. Επίσης, καμία ασφαλής σχέση δε βασίζεται στο φόβο.
Αυτοί είναι κάποιοι από τους πιο σημαντικούς λόγους γιατί η πρακτική με το “καρεκλάκι της σκέψης” δε μπορεί να έχει τα αποτελέσματα που επιθυμεί ο ενήλικας που την επιβάλλει. Ακόμη κι αν νομίζει πως έχει πετύχει να αλλάξει μια συμπεριφορά του παιδιού, αυτό συμβαίνει επιφανειακά και βραχυπρόθεσμα. Δεν έχει πετύχει να αλλάξει αυτό που πιστεύει το παιδί για την πράξη του, απλά του έχει στερήσει την ευκαιρία να κατανοήσει τι είναι σωστό και τι λάθος, του έχει δείξει ένα δυσλειτουργικό τρόπο επικοινωνίας, τον έχει κάνει να αισθανθεί μειονεκτικά. Για όλους αυτούς τους λόγους, την ώρα που ένα παιδί κάθεται στην καρέκλα απομονωμένο, το πιο πιθανό είναι να σκέφτεται είτε κάτι τελείως άσχετο, είτε πως να μην το πιάσουν την επόμενη φορά που θα το επαναλάβει!